δοκιον

δοκιον
    δόκιον
    δόκιον, δοκίον
    τό брусок, палка Arst., Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δοκιον" в других словарях:

  • δοκίον — δοκίον, το (Α) η δοκίς …   Dictionary of Greek

  • δόκιον — δοκέω expect imperf ind act 3rd pl (doric) δοκέω expect imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδόκιος — ον, Α (μόνον το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὑποδόκιον (κατά τον Ησύχ.) μικρή δοκός η οποία υποστηρίζει τα κεντρικά δοκάρια τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοκίον (< δοκός)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοδόκιον — τὸ, ΜΑ δοκός από κορμό φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + δοκίον (< δοκός)] …   Dictionary of Greek

  • δοκία — δοκίᾱ , δοκίας masc nom/voc/acc dual δοκίας masc voc sg δοκίᾱ , δοκίας masc voc sg (attic) δοκίᾱ , δοκίας masc gen sg (doric aeolic) δοκίας masc nom sg (epic) δοκίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίοις — δοκέω expect pres opt act 2nd sg (doric) δοκίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίων — δοκέω expect pres part act masc nom sg (doric) δοκίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»